Αν εξαιρέσει κανείς την Κατοχή, στη διάρκεια της οποίας η χώρα υποχρεώθηκε για υπέρτερους λόγους σε παύση πληρωμών, έχουν περάσει 77 χρόνια από την τελευταία φορά που η λέξη «χρεωκοπία» ακούστηκε στην Ελλάδα τόσο πολύ όσο αυτές τις ημέρες. Ήταν η χρονιά της τελευταίας από τις τέσσερις ελληνικές πτωχεύσεις των ετών 1827, 1843, 1893 και 1932. Πτωχεύσεις που οφείλονταν στην αδυναμία της χώρας να εξυπηρετήσει έναν υπέρμετρο και πανάκριβο εξωτερικό δανεισμό και λύνονταν με ακόμη μεγαλύτερο και επαχθέστερο δανεισμό δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που έσπασε μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Και που είχαν σχεδόν πάντα μια έμμεση ή άμεση σχέση με την εθνική κυριαρχία.
1827: Τα δάνεια που δεν έφτασαν ποτέ Ο αγώνας του 1821 υπήρξε μια καταπληκτική ευκαιρία για τις αγγλικές τράπεζες. Ενώ δάνεισαν τους επαναστάτες με ονομαστικά δάνεια συνολικού ύψους 2.800.000 λιρών της εποχής, τελικά μόνο το 20% του ποσού έφτασε στον σκοπό του.
Έτσι η πρώτη πτώχευση έρχεται νωρίτερα και από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους καθώς το 1827 δηλώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων αφού δεν είχαν καν εισπραχθεί. Η πτώχευση ίσως συνδέεται ακόμη και με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου που έγινε την ίδια χρονιά έπειτα από μυστική συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων, που έτσι διέσωσαν την ελληνική επανάσταση οδηγώντας τελικά στη δημιουργία κράτους, από το οποίο και θα μπορούσαν κάποτε να εισπράξουν.
1843: Εξαγοράζοντας την Αττική με δάνειο
Και πράγματι εισέπραξαν. Εισέπραξαν μάλιστα τόσο πολύ που το 1843 οδήγησαν στη δεύτερη πτώχευση. Αφού το Λονδίνο και το Παρίσι πρώτα αρνήθηκαν να δανείσουν τον (κατ΄ αυτούς ρωσόφιλο) Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος για να κάνει το κράτος να λειτουργήσει έβαλε χρήματα από την προσωπική του περιουσία και εξέδωσε τα πρώτα ακάλυπτα ελληνικά χαρτονομίσματα, στη συνέχεια δάνεισαν τον Όθωνα με 60 εκατ. φράγκα, από τα οποία τα 33 εκατ. πήγαν αμέσως για την αποπληρωμή των «Δανείων της ανεξαρτησίας». Και τα υπόλοιπα; Όπως γράφει ο Αγγελος Αγγελόπουλος στο Δημόσιον χρέος της Ελλάδος (εκδόσεις Ζαχαρόπουλου, Αθήναι, 1937), δόθηκαν «12,5 εκατομμύρια διά την εξαγοράν από μέρους της Τουρκίας των επαρχιών Αττικής,Ευβοίας και μέρους της Φθιώτιδος και 7,5 εκατομμύρια διά την συντήρησιν των βαυαρικών στρατών». Οι Μεγάλες Δυνάμεις άλλαζαν σταδιακά τον χάρτη, η Ελλάδα αγόραζε, η Οθωμανική Αυτοκρατορία πουλούσε και οι διεθνείς τραπεζίτες ήταν ευτυχείς...
Και πράγματι εισέπραξαν. Εισέπραξαν μάλιστα τόσο πολύ που το 1843 οδήγησαν στη δεύτερη πτώχευση. Αφού το Λονδίνο και το Παρίσι πρώτα αρνήθηκαν να δανείσουν τον (κατ΄ αυτούς ρωσόφιλο) Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος για να κάνει το κράτος να λειτουργήσει έβαλε χρήματα από την προσωπική του περιουσία και εξέδωσε τα πρώτα ακάλυπτα ελληνικά χαρτονομίσματα, στη συνέχεια δάνεισαν τον Όθωνα με 60 εκατ. φράγκα, από τα οποία τα 33 εκατ. πήγαν αμέσως για την αποπληρωμή των «Δανείων της ανεξαρτησίας». Και τα υπόλοιπα; Όπως γράφει ο Αγγελος Αγγελόπουλος στο Δημόσιον χρέος της Ελλάδος (εκδόσεις Ζαχαρόπουλου, Αθήναι, 1937), δόθηκαν «12,5 εκατομμύρια διά την εξαγοράν από μέρους της Τουρκίας των επαρχιών Αττικής,Ευβοίας και μέρους της Φθιώτιδος και 7,5 εκατομμύρια διά την συντήρησιν των βαυαρικών στρατών». Οι Μεγάλες Δυνάμεις άλλαζαν σταδιακά τον χάρτη, η Ελλάδα αγόραζε, η Οθωμανική Αυτοκρατορία πουλούσε και οι διεθνείς τραπεζίτες ήταν ευτυχείς...
Από το 1893 στο 1898: Όλα τόσο γνώριμα
Για μεγάλο διάστημα επικράτησε ο εσωτερικός δανεισμός και ο εξωτερικός υποχώρησε αισθητά, μέχρι που από το 1879 ξεκινά μια δωδεκαετία ραγδαίας αύξησής του που οδήγησε τη χώρα στα 1893 να χρωστά στο εξωτερικό 585,4 εκατ. φράγκα και να πτωχεύει για τρίτη φορά διά στόματος (αλλά όχι εξαιτίας του) Χαριλάου Τρικούπη.
Τα χρήματα έχουν και πάλι χρησιμοποιηθεί για εξυπηρετήσεις παλαιών δανείων, έχουν επενδυθεί σε μια ανάπτυξη υποδομών πρωτοφανών για τη χώρα, ενώ διάφορες δράσεις «εθνικής αποκαταστάσεως», όπως εξαγορές και άλλων επαρχιών στη Θεσσαλία ή χρηματοδότηση του «Κρητικού ζητήματος» και προμήθειες πολεμικού υλικού, απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των δανείωναπό αυτό που έφτασε στη χώρα, καθώς το 35% υπολογίζεται ότι δεν έφτασε ποτέ... Ετσι ο δανεισμός είναι τόσο επαχθής που η πτώχευση είναι αναπόφευκτη. Και όχι μόνο ο εξωτερικός: από τα τέλη του 1868 η Εθνική Τράπεζα βρίσκεται σε οξύτατη σύγκρουση με την κυβέρνηση για το θέμα της χρηματοδότησης του κρητικού αγώνα, καθώς οι όροι δανεισμού που προτείνει το κράτος κρίνονται απαράδεκτοι από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας- τη δραματική σύγκρουση εξιστορεί αναλυτικά ο Νίκος Σ. Παντελάκης στο βιβλίο του Δημόσια Δάνεια (εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1995).
Τη δεκαετία του 1880 η Ελλάδα είχε επιχειρήσει τον μεγάλο εκσυγχρονισμό της με προγράμματα δημοσίων επενδύσεων που υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνάμεις της. Κυρίως είχαν συναφθεί δάνεια με σκοπό την εκτεταμένη κατασκευή σιδηροδρόμων στο δίκτυο Πειραιώς Αθηνών- Πελοποννήσου και ενός εξίσου φιλόδοξου οδικού δικτύου. Η χώρα άρχισε να νιώθει ισχυρή, αλλά την πιο ακατάλληλη στιγμή περνά σε λάθος χέρια: από τον Τρικούπη της ανάπτυξης στον Δηλιγιάννη του φαύλου δημαγωγικού εθνικισμού. Την ίδια εποχή αυξάνεται δραματικά και ο πολύ ακριβός εξωτερικός καταναλωτικός δανεισμός που συμβάλλει κι αυτός στη δημιουργία μιας ψυχολογίας ισχύος σε γυάλινα πόδια. Δυστυχώς, όλα μοιάζουν τόσο γνώριμα...
Ετσι το 1897 η χώρα νιώθει πια έτοιμη για πόλεμο. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Τούρκοι φτάνουν περίπου έξω από τη Λαμία και οι Μεγάλες Δυνάμεις τούς ανακόπτουν την πορεία. Την επομένη του «Ατυχούς πολέμου», χωρίς να υπάρξει «τυπική» πτώχευση, οι δυνάμεις εγκαθιστούν Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο στη χώρα. Η ειρήνη κοστίζει στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, και 4 εκατ. λίρες ως πολεμικές αποζημιώσεις.
1932: Η ήττα του ΄22 και το κραχ του ΄29
Τον Μάρτιο του 1910 συνάπτονται νέα δάνεια για νέα έργα. Ο νόμος περί «Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου» που τηρείται ευλαβικά επί δύο δεκαετίες παραβιάζεται για πρώτη φορά το 1920 με την έκδοση 600 εκατ. δρχ. που ακολουθούνται από άλλα 500 εκατ. το 1921 και από ακόμη 550 εκατ. το 1922- ήταν όλα για τις ανάγκες του πολέμου. Παρά την ήττα όμως στη Μικρά Ασία, η πτώχευση έχει αποφευχθεί με το Α΄ Αναγκαστικό Δάνειο που επιβάλλεται από τον υπουργό Οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, ο οποίος κόβει στη μέση τα χαρτονομίσματα, κρατά το ένα μέρος στην κυκλοφορία και ανταλλάσσει το άλλο με τίτλους εσωτερικού δανείου (κάπως έτσι σώζει την Ελλάδα από μια άλλη επικείμενη πτώχευση στη δεκαετία του 1950 και ο Σπύρος Μαρκεζίνης με το «κόψιμο των τριών μηδενικών» και την εισαγωγή της «νέας» δραχμής της σταθεροποίησης). Στην αποφυγή της πτώχευσης το ΄22 συμβάλλει και το δάνειο υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες.
Μπορεί η ήττα του ΄22 να μη φέρνει πτώχευση, αλλά οι ανάγκες αναδιοργάνωσης του στρατού και περίθαλψης των προσφύγων οδηγούν σε νέο υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό καθώς στην Ελλάδα κεφάλαια δεν υπάρχουν. Το κρεσέντο του δανεισμού πηγαίνει ως το κραχ του 1929, όταν το διαδέχεται η βίαιη διεθνής ύφεση. Τελικά, τον Μάρτιο του 1931, λίγο πριν από την τελευταία πτώχευση του 1932, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού του υπουργού Οικονομικών καθηγητή Βερβαρέσσου, η Ελλάδα χρωστάει στο εξωτερικό 2,868,1 εκατ. χρυσά φράγκα. Η πτώχευση είναι και πάλι μοιραία...
Ο τελικός διακανονισμός όλων των προπολεμικών χρεών της Ελλάδας έγινε από τον Σπύρο Μαρκεζίνη στα 1952-53. Η πρωτοφανής ανάπτυξη και η αυστηρή συγκράτηση δαπανών της πρώτης οκταετίας Καραμανλή συμμάζεψαν οριστικά τα δημόσια οικονομικά και οι τελικές πληρωμές εκείνων των δανείων ολοκληρώθηκαν μόλις το 1967. Και τώρα ο εφιάλτης επιστρέφει, αν και με αίτια πολύ πιο ταπεινά...
Για μεγάλο διάστημα επικράτησε ο εσωτερικός δανεισμός και ο εξωτερικός υποχώρησε αισθητά, μέχρι που από το 1879 ξεκινά μια δωδεκαετία ραγδαίας αύξησής του που οδήγησε τη χώρα στα 1893 να χρωστά στο εξωτερικό 585,4 εκατ. φράγκα και να πτωχεύει για τρίτη φορά διά στόματος (αλλά όχι εξαιτίας του) Χαριλάου Τρικούπη.
Τα χρήματα έχουν και πάλι χρησιμοποιηθεί για εξυπηρετήσεις παλαιών δανείων, έχουν επενδυθεί σε μια ανάπτυξη υποδομών πρωτοφανών για τη χώρα, ενώ διάφορες δράσεις «εθνικής αποκαταστάσεως», όπως εξαγορές και άλλων επαρχιών στη Θεσσαλία ή χρηματοδότηση του «Κρητικού ζητήματος» και προμήθειες πολεμικού υλικού, απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των δανείωναπό αυτό που έφτασε στη χώρα, καθώς το 35% υπολογίζεται ότι δεν έφτασε ποτέ... Ετσι ο δανεισμός είναι τόσο επαχθής που η πτώχευση είναι αναπόφευκτη. Και όχι μόνο ο εξωτερικός: από τα τέλη του 1868 η Εθνική Τράπεζα βρίσκεται σε οξύτατη σύγκρουση με την κυβέρνηση για το θέμα της χρηματοδότησης του κρητικού αγώνα, καθώς οι όροι δανεισμού που προτείνει το κράτος κρίνονται απαράδεκτοι από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας- τη δραματική σύγκρουση εξιστορεί αναλυτικά ο Νίκος Σ. Παντελάκης στο βιβλίο του Δημόσια Δάνεια (εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1995).
Τη δεκαετία του 1880 η Ελλάδα είχε επιχειρήσει τον μεγάλο εκσυγχρονισμό της με προγράμματα δημοσίων επενδύσεων που υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνάμεις της. Κυρίως είχαν συναφθεί δάνεια με σκοπό την εκτεταμένη κατασκευή σιδηροδρόμων στο δίκτυο Πειραιώς Αθηνών- Πελοποννήσου και ενός εξίσου φιλόδοξου οδικού δικτύου. Η χώρα άρχισε να νιώθει ισχυρή, αλλά την πιο ακατάλληλη στιγμή περνά σε λάθος χέρια: από τον Τρικούπη της ανάπτυξης στον Δηλιγιάννη του φαύλου δημαγωγικού εθνικισμού. Την ίδια εποχή αυξάνεται δραματικά και ο πολύ ακριβός εξωτερικός καταναλωτικός δανεισμός που συμβάλλει κι αυτός στη δημιουργία μιας ψυχολογίας ισχύος σε γυάλινα πόδια. Δυστυχώς, όλα μοιάζουν τόσο γνώριμα...
Ετσι το 1897 η χώρα νιώθει πια έτοιμη για πόλεμο. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Τούρκοι φτάνουν περίπου έξω από τη Λαμία και οι Μεγάλες Δυνάμεις τούς ανακόπτουν την πορεία. Την επομένη του «Ατυχούς πολέμου», χωρίς να υπάρξει «τυπική» πτώχευση, οι δυνάμεις εγκαθιστούν Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο στη χώρα. Η ειρήνη κοστίζει στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, και 4 εκατ. λίρες ως πολεμικές αποζημιώσεις.
1932: Η ήττα του ΄22 και το κραχ του ΄29
Τον Μάρτιο του 1910 συνάπτονται νέα δάνεια για νέα έργα. Ο νόμος περί «Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου» που τηρείται ευλαβικά επί δύο δεκαετίες παραβιάζεται για πρώτη φορά το 1920 με την έκδοση 600 εκατ. δρχ. που ακολουθούνται από άλλα 500 εκατ. το 1921 και από ακόμη 550 εκατ. το 1922- ήταν όλα για τις ανάγκες του πολέμου. Παρά την ήττα όμως στη Μικρά Ασία, η πτώχευση έχει αποφευχθεί με το Α΄ Αναγκαστικό Δάνειο που επιβάλλεται από τον υπουργό Οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, ο οποίος κόβει στη μέση τα χαρτονομίσματα, κρατά το ένα μέρος στην κυκλοφορία και ανταλλάσσει το άλλο με τίτλους εσωτερικού δανείου (κάπως έτσι σώζει την Ελλάδα από μια άλλη επικείμενη πτώχευση στη δεκαετία του 1950 και ο Σπύρος Μαρκεζίνης με το «κόψιμο των τριών μηδενικών» και την εισαγωγή της «νέας» δραχμής της σταθεροποίησης). Στην αποφυγή της πτώχευσης το ΄22 συμβάλλει και το δάνειο υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες.
Μπορεί η ήττα του ΄22 να μη φέρνει πτώχευση, αλλά οι ανάγκες αναδιοργάνωσης του στρατού και περίθαλψης των προσφύγων οδηγούν σε νέο υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό καθώς στην Ελλάδα κεφάλαια δεν υπάρχουν. Το κρεσέντο του δανεισμού πηγαίνει ως το κραχ του 1929, όταν το διαδέχεται η βίαιη διεθνής ύφεση. Τελικά, τον Μάρτιο του 1931, λίγο πριν από την τελευταία πτώχευση του 1932, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού του υπουργού Οικονομικών καθηγητή Βερβαρέσσου, η Ελλάδα χρωστάει στο εξωτερικό 2,868,1 εκατ. χρυσά φράγκα. Η πτώχευση είναι και πάλι μοιραία...
Ο τελικός διακανονισμός όλων των προπολεμικών χρεών της Ελλάδας έγινε από τον Σπύρο Μαρκεζίνη στα 1952-53. Η πρωτοφανής ανάπτυξη και η αυστηρή συγκράτηση δαπανών της πρώτης οκταετίας Καραμανλή συμμάζεψαν οριστικά τα δημόσια οικονομικά και οι τελικές πληρωμές εκείνων των δανείων ολοκληρώθηκαν μόλις το 1967. Και τώρα ο εφιάλτης επιστρέφει, αν και με αίτια πολύ πιο ταπεινά...